Τα ενισχυτικά πρόσφυσης, εποξειδικής βάσης, ρευστής μορφής (όπως είναι το Sinpast J/Α, το Sinmast S2 και οι εκδόσεις του), ως συνδετικά μέσα, αποτελούν συστήματα 2-συστατικών οπότε, απαιτούν ανάμιξη του Συστατικού (Α) Ρητίνη με το αντίστοιχο μέρος του Σκληρυντή/ Συστατικό (Β) κάθε συστήματος, τα οποία για κάθε υλικό διατίθενται σε προμετρημένες ποσότητες. Για το λόγο αυτό, τα περιεχόμενα των εποξειδικών ρητινών διατίθενται σε ξεχωριστά δοχεία (Α) και (Β). Βασική προϋπόθεση, να τηρούνται πάντοτε ευλαβικά οι συνιστώμενες από τον Προμηθευτή αναλογίες. Τα δύο Μέρη ή Συστατικά λοιπόν, αναμιγνύονται μηχανικά, με αναδευτήρα, με ιδιαίτερη επιμονή σε χαμηλή ταχύτητα, για περίπου 2–3 λεπτά, στις αναλογίες που αναγράφονται στις ετικέτες των δύο συστατικών του προϊόντος, μέχρις ότου επιτευχθεί μίγμα ομοιογενούς σύστασης και ενιαίας απόχρωσης, χωρίς διχρωμίες.
Τα προϊόντα αυτά, είναι κατάλληλα για προσαρμογή και συγκόλληση σε κατασκευές οπλ. σκυροδέματος, εφαρμόζονται δε για να λειτουργήσουν ως ενισχυτικά πρόσφυσης δηλαδή, “γέφυρες συνάφειας” μεταξύ διαφορετικών (χρονικά) φάσεων σκυροδέτησης, προσφέροντας ιδιαίτερα ισχυρό δεσμό από πλευράς συγκολλητικής ικανότητας.
Μετά την ανάμιξη των 2-συστατικών τους (Α+Β), προσφέρουν συγκεκριμένο χρόνο ενέργειας. Συγκεκριμένα, μετά την ανάμιξη κι εντός του χρόνου αυτού που δεν υπερβαίνει συνήθως τις 2–2½ ώρες (ενδεικτικά στους +25 oC) πρέπει:
- πρωτίστως, να εφαρμόσει το προϊόν στο υπόστρωμα κι ακολούθως,
- να σκυροδετήσει επί του νωπού υμένα, όσο διάστημα παραμένει ενεργός ο χημικός δεσμός και διατηρείται “ανοικτός” ο χρόνος ενέργειας της συγκολλητικής ρητίνης.
Εύλογα λοιπόν συμπεραίνει κανείς ότι, σε περίπτωση αντιμετώπισης μετώπου ανάπτυξης εκτεταμένων επιφανειών, αν σημαντικό μέρος του ανοικτού χρόνου ενέργειας αναλωθεί για την εφαρμογή τότε, τα περιθώρια σαφώς είναι αρκετά στενά, οπότε η εφαρμογή, για να είναι κάπως ελεγχόμενη, πρέπει σαφώς να περιορίζεται σε μικρές επιφάνειες, με ανάπτυξη σε επιμέρους (ελεγχόμενες) ζώνες.
Τα εποξειδικά αυτά συστήματα, διαμορφώνουν μεμβράνη (υμένα), υψηλού χημικού δεσμού, που χρησιμοποιείται για να συνδέσει και προσαρμόσει νέες επιστρώσεις, τσιμεντοειδούς βάσης και γενικά στρώσεις υδραυλικής ωρίμανσης, πάνω σε υφιστάμενες επιφάνειες, δομικά σταθερές, προσοχή χωρίς λιμνάζοντα νερό, ελεύθερες από σκόνη (σημαντικό–σημαντικότατο, ώστε να εξασφαλίζεται πάντοτε υψηλή τάση συνάφειας και ποιοτική δύναμη συγκόλλησης). Το φιλμ, ο υμένας δηλαδή που διαμορφώνεται μετά την εφαρμογή του προϊόντος, για όσο διάστημα παραμένει ενεργός ο χημικός δεσμός και διατηρείται “ανοικτός” ο χρόνος ενέργειας της συγκολλητικής ρητίνης λειτουργεί ως binder. Δηλαδή ως συνδετικό μέσο με δυνατότητα ενεργού μηχανισμού εξασφαλίζοντας έτσι ισχυρό δεσμό από πλευράς συγκολλητικής ικανότητας.